Ο Ιδρυτής

solon michaelides

Σόλων Μιχαηλίδης

Ο Σόλων Μιχαηλίδης γεννήθηκε στη Λευκωσία στις 12 Νοεμβρίου 1905. Πατέρας του ήταν ο Μιχαήλ Χατζηκυριάκος και μητέρα του η Ελένη Σολομωνίδου.

Μαθητής του δημοτικού άρχισε να μαθαίνει κιθά­ρα και μαντολίνο. Το 1927 διορίστηκε καθηγητής της κιθάρας, της θεωρίας και της Ιστορίας της Μουσικής στο κυβερνητικό Ωδείο Κύπρου στη Λευκωσία. Εκεί, με τη βοήθεια του διευθυντή του Ωδείου, Ησαΐα Καλμάνοβιτς, Ρώσου πιανίστα εβραϊκής καταγωγής, έμαθε πιάνο και προχώρησε στην αρμονία. Παράλληλα, μελετούσε, μέσω αλληλογραφίας, στο Trinity College of Music του Λονδίνου.

Αργότερα, το Παρίσι άνοιξε νέους ορίζοντες στον Κύπριο μουσικό. Φοίτησε στην École Νοrmale de Musique, όπου μελέτησε αρμονία και αντίστιξη με την παιδαγωγό Νadia Βουlanger και πήρε μαθήματα πιάνου από τους Ρ. Maire και Alfred Cortot. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Schola Cantorum του Παρισιού, όπου μελέτησε σύνθεση με τον Guy de Lioncourt και διεύθυνση ορχήστρας με τον μαέ­στρο, πιανίστα και συνθέτη Marcel Labey. Στο Παρίσι ο Μιχαηλίδης έγραψε τα πρώτα του έργα. Αποφοίτησε από τη Schola Cantorum το 1934 με δίπλωμα σύνθεσης. Παρά τις προτάσεις που είχε από τον Lioncourt να μείνει και να διδάξει στο Παρίσι, επέστρεψε στην Κύπρο και τον Αύγουστο του 1934 παντρεύτηκε την Καλλιόπη Μορίδου.

Τον ίδιο χρόνο αρχίζει μια έντονη δραστηριότητα στη Λεμεσό, που άλλαξε ουσιαστικά το μουσικό σκηνικό της πόλης και σήμανε την απαρχή μιας μακράς και πλούσιας μουσικής παράδοσης. Τον Οκτώβριο του 1934 ίδρυσε μαζί με τη γυναίκα του το Ωδείο Λεμεσού. Παράλληλα, το 1938 ίδρυσε το Σύλλογο Συναυλιών Ωδείου Λεμεσού (Σ. Σ. Ω. Λ.) και την Ορχήστρα Συναυλιών Ωδείου Λεμεσού που διηύθυνε ο ίδιος και αποτέλεσε την πρώτη ελληνική ορχήστρα της Κύπρου.

Ο Σόλων Μιχαηλίδης αντιμετώπιζε, ωστόσο, πολλές οικονομικές δυσκολίες, που επηρέαζαν τη λειτουργία του Ωδείου και του Συλλόγου Συναυλιών. Τα πράγματα χειροτέρευαν λόγω της οικονομικής κρίσης που υπήρχε τις παραμονές της έ­κρηξης του Β' παγκοσμίου πολέμου. Έτσι, το 1939 έθεσε υπό τη σκέπη του σωματείου «Άρης» Λεμεσού τη Χορωδία και την Ορχήστρα του Σ. Σ. Ω. Λ. Από το 1941 ως το 1956 υπηρέτησε ως καθηγητής μουσικής στο Λανίτειο Κοινοτικό Γυμνάσιο Λεμεσού.

Στις 8 Ιουλίου 1946 έργα του Σόλωνα Μιχαηλίδη παρου­σιάστηκαν για πρώτη φορά στην Αθήνα. Στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, υπό τη διεύθυνση του Θεόδωρου Βαβαγιάνη, ερμήνευσε τα Δύο Βυζαντινά Σκίτσα.

Η ιδέα να φύγει από την Κύπρο είχε πια ωριμάσει. Η καλλιτεχνική «οδυνηρή απομόνωση», όπως έλεγε ο ίδιος, έπρεπε να τερματιστεί. Χωρίς κρατική μέριμνα και ιδρύματα μουσικής υποδομής, η Κύπρος δεν μπορούσε να δεχτεί και να βοηθήσει άλλο τον καλλιτέχνη που βρι­σκόταν στο στάδιο της πλήρους ωριμότητας.

Το Μάρτιο του 1957 διορίστηκε στη θέση του Διευ­θυντή του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης, θέση η οποία χήρευε για τέσσερα χρόνια. Η ανάληψη της διεύθυνσης του Ωδείου από τον Μιχαηλίδη, σήμανε την απαρχή μιας νέας ανοδικής πορείας για το ίδρυμα.
 
«Ας μου επιτραπεί να εκφράσω την απορία μου», έλεγε το 1957 σε μια από τις πολλές διαλέξεις που έδωσε όταν έφτασε στην Ελλάδα, «πως τόσος ενθουσιασμός που διαπίστωσα ότι υπάρχει σε πολλούς κύκλους από τις πρώτες μέρες που ήρθα εδώ, δεν έχει ακόμη κατορθώσει να βάλει φωτιά, φωτιά δημιουργική πα­ντού, στην ψυχή, στην καρδιά και το νου όλων, ώστε να μετουσιωθούν σε έργα οι ελπίδες και τα όνειρα. Μια πόλη όπως η Θεσσαλονίκη, η συμπρωτεύουσα της χώρας, δεν έχει με το μισό της εκατομμύριο μια συμφωνική ορχήστρα, ενώ η Γιουγκοσλαβία έχει να επιδείξει πλήθος. Πρέπει να αναληφθεί μια αληθινή σταυροφορία για να γίνει η Θεσ­σαλονίκη ένα αξιόλογο μουσικό κέντρο».
 
Το Βασιλικό Διάταγμα για ίδρυση της Συμφωνικής Ορχή­στρας Βορείου Ελλάδος δημοσιεύτηκε στις 18 Φεβρουαρίου 1959. Έτσι, ένα όνειρο σαράντα χρόνων του μουσικού κό­σμου της Θεσσαλονίκης γινόταν πραγματικότητα.
    
Η ορχήστρα άρχισε τις δοκιμές της στις 22 Απριλίου 1959 με διευθυντή το Σόλωνα Μιχαηλίδη, σε αίθουσα της Διεθνούς Έκθεσης που της παραχωρήθηκε γι’ αυτό το σκοπό. Τον ίδιο χρόνο η ορχήστρα έδωσε την πρώτη της συναυλία στην αίθουσα του Βασιλι­κού θεάτρου. Η συναυλία αυτή αποτέλεσε μεγάλο καλλι­τεχνικό γεγονός για τους Θεσσαλονικείς, που γέμισαν ασφυ­κτικά την αίθουσα και υποδέχτηκαν με θερμά συναισθήματα την Ορχήστρα τους και τον Κύπριο αρχιμουσικό της. Η συ­ναυλία μεταδιδόταν άμεσα από το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφω­νίας και προκάλεσε το γενικό ενθουσιασμό.
    
Από τη δεύτερη περίοδο της λειτουργίας της Σ.Ο.Β.Ε., ο Μιχαηλίδης καθιέρωσε το θεσμό των ειδικών συναυλιών με νέους Έλληνες καλλιτέχνες, οι οποίοι δεν είχαν εμφανιστεί προηγουμένως με ορχήστρα. Οι νέοι σολίστ ή μαέστροι ε­πιλέγονταν σε ειδικό διαγωνισμό που διεξαγόταν κάθε χρό­νο στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης. Το 1963 καθιερώθηκε βραβείο από τη Μακεδονική Καλλιτεχνική Εταιρεία «Η Τέχνη» για τον καλύτερο από τους διαγωνιζόμενους.

Η Συμφωνική Ορχήστρα Βορείου Ελλάδος κατέστη ένα σοβαρό καλλιτεχνικό συγκρότημα και μετατράπηκε το 1966 σε Κρατικό Οργανισμό, ανεξάρτητο από το Ωδείο. Στο πρόγραμμα της συναυλίας της 21ης Νοεμβρίου 1966, για πρώτη φορά ονομάστηκε Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλο­νίκης (Κ.Ο.Θ.) και όχι Σ.Ο.Β.Ε.
     
Το πραξικόπημα, ωστόσο, του 1967, που έφερε στην εξουσία κυβέρνηση στρατιωτικής χούντας, ανέστειλε τη μο­νιμοποίηση των μουσικών. Ύστερα από επίμονες προσπάθειες δύο χρόνων δόθηκε μερική λύση στο πρόβλημα με τη μονιμοποίηση είκοσι από τους εβδομήντα πέντε μουσικούς της Ορχήστρας. Με τη μερική αυτή μονιμοποίηση η Ορχήστρα μπήκε στον προϋπολογισμό του κράτους και λύθηκε έτσι το σοβαρό πρόβλημα των εξόδων της. Το 1975, μετά τη μεταπολίτευση, έγινε δυνατή η μονιμοποίηση όλων των μουσικών.
   
Το Νοέμβριο του 1970, μετά από δεκατρία χρόνια προ­σφοράς στη μουσική ζωή της Θεσσαλονίκης, αποχώρησε από τη διεύθυνση του Κρατικού Ωδείου και της Κρατικής Ορχήστρας. Διευθύνοντας την Κ.Ο.Θ. κατά την τακτική της συναυλία στις 7 Δεκεμβρίου 1970 ο Μιχαηλίδης αποχαιρετούσε τους Θεσσαλονικείς ερμηνεύοντας έργα Φρανκ, τη δική του σύνθεση Βυζαντινό Αφιέρωμα και τη Συμφωνία του Αποχαιρετισμού του Χάυντν. Το κοινό της Θεσσαλονίκης τον αποθέωσε.
  
Στη Λεμεσό, ανύποπτοι για τη σοβαρή επιδείνωση της υγείας του, ο Δήμαρχος και τα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου προσκάλεσαν το συνθέτη να παρευρεθεί σε εκδήλωση που θα διοργάνωναν προς τιμή του, για να τον ανακηρύξουν επίτιμο δημότη και να του απονείμουν το χρυσό μετάλλιο της πόλης της Λεμεσού.
  
Ο Σόλων Μιχαηλίδης αποδέχτηκε την πρόσκληση κι έ­ζησε τις τελευταίες μέρες της ζωής του με την επιθυμία να ταξιδέψει και πάλι στην Κύπρο, «θα μου επιτρέψει άραγε ο γιατρός να ταξιδέψω;» ρωτούσε συχνά.
  
Το ταξίδι, ωστόσο, αυτό έμελλε να είναι το τελευταίο και πολύ διαφορετικό από τα προηγούμενα. Στην Αθήνα, ξημερώματα της 10ης Σεπτεμβρίου 1979, ο Σόλων Μιχαηλίδης έριξε μια τελευταία ματιά στην αλληλογραφία του και κοιμήθηκε. Στις πρώτες ειδήσεις της ημέρας το ραδιόφωνο ανακοίνωσε το θάνατο του.
 
Εργογραφία

  • Η δραστηριότητά του στη σύνθεση αρχίζει το 1933. Ακολουθώντας όπως και άλλοι Έλληνες συνθέτες κυρίως πρότυπα της Εθνικής Σχολής χρησιμοποιεί τροπικές μελωδίες με στοιχεία από τη βυζαντινή και τη δημοτική μουσική, ιδιαίτερα της Κύπρου. Το ύφος του είναι λιτό με εμφανείς επιδράσεις από το γαλλικό ιμπρεσιονισμό. Το έργο του είναι πλούσιο. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα παρακάτω έργα: Η Ζωή εν Τάφω (1933 -συμφωνικό ποίημα εμπνευσμένο από το ομώνυμο έργο του Στρατή Μυριβήλη), Δύο Βυζαντινά Σκίτσα για ορχήστρα εγχόρδων (1934), Κυπριώτικος Γάμος για φλάουτο και ορχήστρα εγχόρδων (1935), Δύο Συμφωνικές Εικόνες (1936 -περιλαμβάνουν τα μέρη Αυγή στον Παρθενώνα και Πανηγύρι της Κακκάβας), Βυζαντινό Αφιέρωμα για ορχήστρα εγχόρδων (1944), Αρχαϊκή Σουίτα (1954), Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα (1966). Επίσης, έχει γράψει της καντάτες Ο Τάφος (1936 –σε ποίηση Κωστή Παλαμά) και Ελεύθεροι Πολιορκημένοι (1955 –σε ποίηση Διονύσιου Σολωμού).
  • Ο Σόλων Μιχαηλίδης συγκλονίστηκε από την εισβολή στην Κύπρο, γεγονός που επηρέασε τη μουσική του δραστηριότητα. Μέσω της μουσικής εξέφρασε τη θλίψη τη δική του αλλά και του ελληνισμού εν γένει. Έτσι όλα τα έργα που συνέθεσε μετά το 1974 συνδέονται με τη συγκεκριμένη ιστορική εξέλιξη. In Memoriam (1974 – αφιέρωμα στα φυλακισμένα μνήματα), Κερύνεια (1976), Ύμνος και Θρήνος για την Κύπρο (1975) είναι μερικά από τα έργα εμπνευσμένα από την εισβολή.
  • Το συνθετικό έργο του Σ. Μιχαηλίδη περιλαμβάνει επίσης έργα μουσικής δωματίου, έργα για πιάνο, τραγούδια με συνοδεία πιάνου, τραγούδια για χορωδία, μουσική για θέατρο, καθώς και την όπερα σε 3 πράξεις Οδυσσέας.
  • Ο Σ. Μιχαηλίδης ασχολήθηκε εκτεταμένα και με το συγγραφικό έργο. Έγραψε διάφορες μελέτες και άρθρα σε ελληνικά και ξένα περιοδικά. Επιπλέον έγραψε για την ελληνική μουσική και τους συνθέτες της στο αγγλικό λεξικό της Μουσικής “Grove”. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την παραδοσιακή μουσική –κυπριακή και ελληνική και ως αναγνώριση της προσπάθειάς του από το 1948 ως το 1968 υπήρξε μέλος του Διεθνούς Συμβουλίου Δημοτικής Μουσικής που ιδρύθηκε στο Λονδίνο το 1947, με σκοπό την προώθηση της έρευνας της παραδοσιακής μουσικής.
  • Τέλος, αξιοσημείωτο είναι το σύγγραμμά του «Εγκυκλοπαίδεια της Αρχαίας Ελληνικής Μουσικής» που εκδόθηκε το 1978. Το βιβλίο αυτό βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών και αποτελεί πολύτιμο βοήθημα για τη μελέτη της αρχαίας ελληνικής μουσικής.
 
Βιβλιογραφία: - Έλενα Λαμάρη-Παπαδοπούλου: Σόλων Μιχαηλίδης, η ζωή και το έργο του